- τάλαντο
- Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο σταθμά που υπήρχαν στο περσικό κράτος επί Δαρείου Υστάσπη, το βαβυλώνιο για το ζύγισμα αργύρου και το ευβοϊκό για το ζύγισμα χρυσού. Το βαβυλωνιακό ζύγιζε περίπου 42 κιλά. Στις ελληνικές πόλεις και στην Αθήνα χρησιμοποιούσαν το αιγηνιτικό τ., που ζύγιζε περίπου 37 κιλά. Ο Σόλωνας εισήγαγε το αττικό, που ζύγιζε περίπου 26 κιλά. Η λέξη όμως σήμαινε και νομισματική ποσότητα, η οποία ήταν διαφορετική σε κάθε τόπο. Το πιο εύχρηστο ήταν το αττικό τ., που το χρησιμοποιούσαν στην Κόρινθο, στη Θεσσαλία, στη Σικελία, στον Τάραντα και στη Μακεδονία, τον καιρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Είχε αξία 60 μνων ή 6.000 τότε δραχμών, ενώ το αιγινητικό και το βαβυλωνιακό αντιπροσώπευαν 100 μνας ή 1.000 δραχμές της εποχής. Το ευβοϊκό ήταν το μισό του αιγινητικού. Αργότερα καθιερώθηκε το χάλκινο τ., ίσο προς το 1/10 του αργυρού και το 1/100 του χρυσού. Ένα χρυσό τ. ισοδυναμούσε με 100 χάλκινα, και ένα ασημένιο με 10 χάλκινα.
* * *το / τάλαντον, ΝΜΑ(στην αρχ.) μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα και ποίκιλλε κατά τόπους και εποχές (α. «ἐποίησε [ὁ Σόλων] σταθμὰ πρὸς τὸ νόμισμα τρεις καὶ ἑξήκοντα μνᾱς τὸ τάλαντον ἀγούσας», Αριστοτ.β. «πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο», ΚΔ)νεοελλ.φυσικό χάρισμα, ταλέντοαρχ.1. ζυγαριά, πλάστιγγα2. ορισμένος φόρος, τον οποίο κατέβαλλε κανείς για να χρησιμοποιήσει τα δημόσια σταθμά τής δημόσιας ζυγαριάς3. καθετί που ζυγίζεται, που έχει βάρος4. ορισμένο βάρος χρυσού («δέκα χρυσοῑο τάλαντα», Ομ. Ιλ.)5. στον πληθ. τὰ τάλαντα(ιδίως σε ό,τι αφορά τη Δικαιοσύνη και τον Δία) οι δίσκοι τής πλάστιγγας («ἐπὴν κλίνησι τάλαντα Ζεύς» — όταν ο Ζευς επιφέρει μεταβολή στην έκβαση τής μάχης, Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τάλαντον ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή τελᾱ- τής ΙΕ ρίζας *tel- «σηκώνω, ζυγίζω», με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα (βλ. και λ. τάλας) και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά τις μτχ. σε -ντ (βλ. και λ. τάλας). Αξιοσημείωτη είναι η διατήρηση στη λ. τάλαντον τής κυριολεκτικής σημ. «σηκώνω, ζυγίζω» τής ρίζας (πρβλ. τάλαρος). Η νεοελλ. σημ. τής λ. «φυσικό χάρισμα» έχει προέλθει από τη σημ. τού ιταλ. talento (πρβλ. ταλέντο)].
Dictionary of Greek. 2013.